Κωνσταντίνος Καραμανλής: Η εθνική παρακαταθήκη και το ευρωπαϊκό όραμα

karamanlis 0903

Advertisement

Ανεξαρτήτως των πολιτικών προτιμήσεων που κάποιος έχει, είναι πρακτικά αδύνατον να μην παραδεχθεί πως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποτελεί την σπουδαιότερη πολιτική φυσιογνωμία που η χώρα γνώρισε από το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έπειτα. 

Πως άλλωστε να το αρνηθεί αυτό κάποιος, από την στιγμή που ο ”Εθνάρχης” (τίτλος που του απονεμήθηκε αυτός ο τίτλος ακριβώς λόγω της ιστορικής του παρακαταθήκης) έχει βάλει φαρδιά – πλατιά την υπογραφή του σε μία σειρά από ιστορικές τομές της χώρας, κυρίως σε ότι αφορά την ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.

Η ιστορία του

Γεννήθηκε το 1907 στο χωριό Κιούπκιοϊ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (σημερινή Πρώτη Σερρών). Ήταν πρωτότοκος γιος δημοδιδασκάλου, του Γεώργιου Καραμανλή, ο οποίος πολέμησε στον Μακεδονικό Αγώνα[22] και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την καλλιέργεια και το εμπόριο καπνού. Μητέρα του ήταν η Φωτεινή Δόλογλου. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε τρεις αδελφούς και τρεις αδελφές που κατά σειρά γέννησης ήταν η Όλγα (1911), ο Αλέκος (1914), η Αθηνά (9 Δεκεμβρίου 1916-28 Δεκεμβρίου 2015), η Αντιγόνη (1921), ο Γραμμένος (1925) και ο Αχιλλέας (1929).

Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο της Πρώτης Σερρών, στη συνέχεια στο ημιγυμνάσιο της Νέας Ζίχνης, κωμόπολης της περιφέρειας, και ύστερα (1920) στο Γυμνάσιο Σερρών. Το 1923 μετακόμισε στην Αθήνα. Αρχικά φοίτησε στο Λύκειο Μεγαρέως για να αποφοιτήσει από το 8ο Γυμνάσιο Αθηνών (στην Κυψέλη). Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1925-1929) απ’ όπου έλαβε το πτυχίο της νομικής στις 13 Δεκεμβρίου του 1929. Αφού υπηρέτησε στρατιωτική θητεία 4 μηνών ως μέλος πολύτεκνης οικογένειας, άσκησε δικηγορία στις Σέρρες από το 1930 έως το 1935. Έθεσε υποψηφιότητα και εξελέγη σε ηλικία 28 ετών πληρεξούσιος Σερρών με το Λαϊκόν Κόμμα στις εκλογές για τη συντακτική συνέλευση του 1935, από την οποία απέσχε το Κόμμα Φιλελευθέρων. Η εδραίωσή του στην τοπική πολιτική επιβεβαιώθηκε όταν επανεξελέγη βουλευτής στις εκλογές για την Γ΄ αναθεωρητική Βουλή του Ιανουαρίου του 1936, οπότε συμμετείχαν και οι βενιζελικοί και ίσχυσε σύστημα απλής αναλογικής.

Η Δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936 διέκοψε την πολιτική του σταδιοδρομία. Επανήλθε στις Σέρρες, όπου άσκησε τη δικηγορία έως το 1941. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής παρέμεινε στην Αθήνα χωρίς να αναμιχτεί ενεργά στην πολιτική. Την περίοδο 1942-1943 συμμετείχε σε μία άτυπη ομάδα πολιτικού προβληματισμού με την ονομασία “Σοσιαλιστική Ένωση”, την οποία αποτελούσαν αξιόλογοι μετέπειτα πολιτικοί και τραπεζίτες, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Γεώργιος Μαύρος, ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, ο Άγγελος Αγγελόπουλος και ο Ξενοφών Ζολώτας.

Ο Πρωθυπουργός Παναγιωτης Πικραμμενος σε άρθρο του στην εφημερίδα “Η Καθημερινή” (10.03.2013) για τον Καραμανλή αναφέρει ότι “Ειδικά η Σοσιαλιστική Ένωση, της οποίας ηγούνταν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, και της οποίας ο Καραμανλής ήταν μέλος, ήταν αυτή που τον έφερε σε επαφή με το ριζοσπαστικό ρεύμα της εποχής”.

Το καλοκαίρι του 1944 ο Καραμανλής προσπάθησε να εμπλακεί πιο ενεργά στις πολιτικές εξελίξεις, διαφεύγοντας με πλωτό μέσο στη Μέση Ανατολή, όπου είχε σχηματιστεί νέα εξόριστη κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου μετά το Συνέδριο του Λιβάνου. Η μετάβασή του εντούτοις καθυστέρησε πολύ, ώστε όταν τελικά ο Καραμανλής βρέθηκε στο Κάιρο τον Οκτώβριο, η Αθήνα είχε μόλις απελευθερωθεί από τους Γερμανούς και ο ίδιος υποχρεωτικά θα επέστρεφε στο τέλος του ίδιου μήνα.

Το ευρωπαϊκό όραμα

Στρατηγικός στόχος του ριζοσπαστικού ρεύματος του ελληνικού φιλελευθερισμού ήδη από τη δεκαετία του 1930, με βάση και τις παραδόσεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ήταν η συμπόρευση της Ελλάδας με τις άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Οι λόγοι ήταν πολιτισμικοί, αλλά και οικονομικοί. Μετά τη δημιουργία της ΕΟΚ και της ΕΖΕΣ, υπήρξε έντονος προβληματισμός, σε ποια από τις δύο θα έπρεπε να επιδιώξει να ενταχθεί η χώρα. Τελικά, οι κυβερνήσεις Καραμανλή επέλεξαν την πρώτη κυρίως διότι έδινε έμφαση στα αγροτικά προϊόντα, ενώ η δεύτερη ιδιαιτέρως στη βαριά βιομηχανία που η Ελλάδα δεν διέθετε. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις – με τη συμμετοχή ιδίως των Ευάγγελου Αβέρωφ, Γιάγκου Πεσμαζόγλου και Ξενοφόντος Ζολώτα – υπογράφηκε η Συμφωνία Σύνδεσης και η Ελλάδα κατέστη το πρώτο συνδεδεμένο μέλος με την ΕΟΚ, την 1η Νοεμβρίου 1962. Η Συμφωνία προέβλεπε:

  • κατάργηση εισαγωγικών δασμών και περιοριστικών μέτρων σε βάρος της ελεύθερης κυκλοφορίας βιομηχανικών προϊόντων των Κοινοτικών χωρών
  • κατάργηση δασμών και περιοριστικών μέτρων σε βάρος των ελληνικών προϊόντων σε διάστημα δώδεκα ετών
  • σταδιακή υιοθέτηση του κοινού εξωτερικού δασμολογίου της ΕΟΚ
  • αυτόματη κατάργηση των δασμών πάνω στα κύρια εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα
  • εναρμόνιση της αγροτικής πολιτικής της Ελλάδας με την Κοινή Αγροτική Πολιτική
  • οικονομική χορηγία προς την Ελλάδα, υπό μορφής δανείου από την Ευρωπαϊκή τράπεζα Επενδύσεων, ανερχόταν σε 125 εκατομμύρια δολάρια για περίοδο πέντε ετών.

Η Συμφωνία εκτελέσθηκε πράγματι – όχι χωρίς δυσχέρειες – μέχρι την 21η Απριλίου 1967, οπότε και ανεστάλη. Θεωρείται πως αποτέλεσε το πρώτο αποφασιστικό βήμα, προς την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, που συντελέσθηκε το 1979.

Όταν ο Καραμανλής αποκατέστησε την Δημοκρατία

Στις 24 Ιουλίου 1974, μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος της χούντας των Συνταγματαρχών και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επανήλθε θριαμβευτικά στην Ελλάδα,[83] με το αεροπλάνο της γαλλικής προεδρίας το οποίο έθεσε στη διάθεσή του ο Γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ’Εσταίν, στενός προσωπικός του φίλος και ορκίσθηκε Πρωθυπουργός την 4η πρωϊνή της 24ης Ιουλίου 1974 από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σεραφείμ.

Έγινε πρωθυπουργός με μεγάλη δημόσια υποστήριξη, κυρίως επειδή θεωρήθηκε ως η πιο βολική λύση για τις τότε (συντηρητικές) στρατιωτικές και οικονομικές ελίτ.

Σχημάτισε αμέσως κυβέρνηση εθνικής ενότητας προκειμένου να ασχοληθεί αμέσως με την κρίση της Κύπρου και για να αποκαταστήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς στην Ελλάδα. Οι ιδιαίτερες συνθήκες με τις οποίες επήλθε η μεταπολίτευση, η ταχύτητα μεταβίβασης της εξουσίας από τους στρατιωτικούς και η συμφωνία τελικά του αστικού πολιτικού κόσμου προς το πρόσωπο του Καραμανλή, χωρίς να έχει επέλθει κοινωνική αποσταθεροποίηση και μαζική κινητοποίηση, του επέτρεπαν να εφαρμόσει τη μετριοπαθή στρατηγική του, χωρίς την άμεση πίεση ριζοσπαστικών εναλλακτικών, τις οποίες θα επιδίωκε να προλάβει πριν από πιθανή εκδήλωσή τους και όχι να τις εξουδετερώσει μετά από αυτήν.

Οι 4+1 φράσεις που έγραψαν ιστορία 

Αν κάτι – μεταξύ πολλών άλλων – χαρακτήριζε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ήταν η ικανότητα του να εννοεί πολλά περισσότερα απ’ όσα λέει. Γι’ αυτό το λόγο πολλές εκ των λακωνικών του εκφράσεων, έχουν γράψει την δική τους ιστορία. Πάμε να δούμε πέντε από αυτές.

”Πράγματα που γίνονται χωρίς να λέγονται και που λέγονται χωρίς να γίνονται”

”Ποιος κυβερνά επιτέλους αυτό τον τόπο;”

”Ανήκομεν εις την Δύσιν”

”Έναν πρωθυπουργό δεν τον στέλνεις φυλακή· τον στέλνεις σπίτι του”

”Δεν υπάρχει παρά μια Μακεδονία και η Μακεδονία αυτή είναι ελληνική”

Advertisement

Δείτε επίσης

Advertisement

ADVERTISEMENT​

Advertisement

Advertisement