ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΕ ΑΣΠΡΟ – ΜΑΥΡΟ: Το ‘’λίγο’’ 1821 στον Ελληνικό κινηματογράφο και ο χουντικός παραγωγός με την πολύτιμη παρακαταθήκη

IMG 3414

Advertisement

Γράφει ο Γιάννης Βασιλακόπουλος 

Στις πρώτες αράδες τις σημερινής ιστορίας αξίζει να γίνουν πρώτα από όλα,  δυο ειδικές αναφορές. Η πρώτη έχει να κάνει με το ότι η  Επανάσταση του 1821, υπήρξε πεδίο έμπνευσης του Ελληνικού Κινηματογράφου, όχι όμως στο εύρος και στη συχνότητα που θα περίμενε κανείς. Είναι οριακά περισσότερες από τα δάχτυλα του ενός χεριού,  οι κινηματογραφικά ‘’ορθογραφημένες’’, άρτιες τεχνικά, σεναριακά και υποκριτικά ταινίες που ταξιδεύουν ανέγγιχτες ως το σήμερα.

Βλέπονται με το ίδιο, υποβλητικό, πάθος και δίχως αμφιβολία συνεπαίρνουν το θεατή, ούσες ταυτόχρονα  ιστορικά ακριβείς- άρα βοηθούν στην καλύτερη γνώση των πραγματικών ιστορικών δεδομένων. Παράλληλα είναι λίγες οι κορυφαίες προσωπικότητες του  Αγώνα που αναλύθηκαν κινηματογραφικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γεώργιος Καραισκάκης, ο Κωνσταντίνος Κανάρης, ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και δεκάδες άλλοι τιτάνες του αγώνα δεν έχουν βρει ακόμη τουλάχιστον κινηματογραφική αποτύπωση…

Η δεύτερη αναφορά αφορά τον Τζέημς Πάρις, τον Μυτιληνιό μετανάστη στις Η. Π. Α. , από τα μέσα της δεκαετίας του 1940. Ο Δημήτρης Παρασχάκης όπως ήταν το πλήρες όνομα του σπούδασε στη Σχολή Κινηματογράφου της 20th Century Fox, πήρε την αμερικανική υπηκοότητα και έγινε διευθυντής του τμήματος διαφήμισης της United Artists (1948-1952). Αφού συνεργάστηκε ως διευθυντής παραγωγής σε ταινίες της 20th Century Fox, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 επέστρεψε στην Ελλάδα, δίνοντας μια νέα πνοή στις κινηματογραφικές παραγωγές. Στην ενασχόληση του με την εθνοκεντρική θεματολογία σε κάποιες από τις ταινίες του, οφείλουμε ένα μεγάλο κομμάτι των ποιοτικών Ελληνικών ταινιών που υπάρχουν σήμερα με άξονα την Εθνεγερσία. Αυτό από μόνο του συνιστά δείκτη σημαντικής προσφοράς του Ελληνοαμερικανού παραγωγού που δεν λογάριασε το κόστος μπροστά στην καλλιτεχνική αρτιότητα.

Ο ίδιος, βεβαίως, κηλίδωσε την πορεία του ταυτιζόμενος με τη Χούντα. Παρόλα αυτά όμως και χάρη στη σεναριακή δεινότητα του Πάνου Κοντέλη, ο ‘’Παπαφλέσσαας’’ και οι ‘’Σουλιώτες ΄΄ δυο ταινίες – ορόσημα με θέμα το 1821 και το ιστορικό του πλαίσιο μπορούν να χαρακτηρισθούν ιστορικά  ακριβείς – βασισμένες στο Σπυρίδωνα Τρικούπη και στον Κ. Παπαρηγόπουλο – αποφεύγουν τις Εθνικιστικές εξάρσεις.

Ο ‘’Παπαφλέσσας, η μεγάλη στιγμή του 21’’ , θεωρείται ως η πιο ακριβή μέχρι τότε παραγωγή καθώς το κόστος της έφτασε τα 12.000.000 δραχμές, ποσό εξαιρετικά υψηλό για εκείνη την εποχή. Ο Φίνος που ήταν τελειομανής,  επιστράτευσε μέχρι και γερανούς από τη Γαλλία. Η επιμονή του στην άρτια τεχνική υποδομή, τον είχε φέρει σε σύγκρουση με τον Πάρις, που έβλεπε τον προϋπολογισμό της ταινίας να εκτινάσσεται στα ύψη.

Τον Παπαφλέσσα υποδύθηκε ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ που θεωρείται, κατά πολλούς, ως η καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του. Κάποιοι κριτικοί χαρακτήρισαν υπερβολική την ερμηνεία του, όμως, κανείς δεν αμφισβήτησε ότι ο σπουδαίος ηθοποιός είχε μπει στο πετσί του ρόλο, ενσαρκώνοντας με πειστικό τρόπο την αμφιλεγόμενη αλλά τρομερά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα του Παπαφλέσσα. Στην ταινία σημαντικές ερμηνείες με τους ρόλους που ενσαρκώνουν έδωσαν οι Αλέκος Αλεξανδράκης ως Κανέλος Δεληγιάννης, Άγγελος Αντωνόπουλος ως Νικόλαος Σκουφάς, Στέφανος Στρατηγός ως Ιμπραήμ Πασάς (αξίζει ειδική μνεία ο τρόπος που ασπάζεται το νεκρό Παπαφλέσσα στο τέλος), Λαυρέντης Διανέλλος ως παπά-Γιώργης και Χρήστος Πολίτης ως Δημήτριος Υψηλάντης. Τον πιο αναγνωρίσιμο ήρωα της ελληνικής επανάστασης τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη υποδύθηκε ο Δημήτρης Ιωακειμίδης. Η χαρακτηριστική σκηνή όπου φωνάζει πάνω στο άλογο του «Έλληνες» και βγάζει ένα σύντομο συγκινητικό, πατριωτικό λόγο στους χωριανούς είναι συγκλονιστική. Το βασικό γυναικείο ρόλο, ερμηνεύει η Κάτια Δανδουλάκη, στη δεύτερη κινηματογραφική της εμφάνιση.

Οι αυθεντικές τοποθεσίες γυρισμάτων πραγματοποιήθηκαν στο ιστορικό χωριό Αμπελάκια της Λάρισας που βρίσκεται στα Τέμπη. Σπίτια, σοκάκια, βουνοπλαγιές, το γραφικό ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία που βρίσκεται σε μια πανέμορφη τοποθεσία έξω από τα Αμπελάκια σε δάσος από βελανιδιές, δίνουν μια μοναδική αίσθηση ρεαλισμού. Τα γυρίσματα κράτησαν περίπου 4 μήνες και έγιναν και κάποιες λήψεις στη Μακρινίτσα στο Πήλιο. Η βάση και η διαμονή των ηθοποιών και τεχνικών ήταν στην Λάρισα από όπου καθημερινά πηγαινοέρχονταν για τα εξωτερικά γυρίσματα με τη σημερινή απόσταση να είναι στα 30 χιλιόμετρα. Οι εσωτερικοί χώροι ήταν όλοι σε στούντιο στη Λάρισα, καμία σκηνή δεν γυρίστηκε σε στούντιο στην Αθήνα.

Τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ τις ημέρες που έπαιζε στο θέατρο με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον έφερναν μετά την παράσταση με ελικόπτερο και τον ξαναγύριζαν πίσω. Το σπίτι που χρησιμοποιήθηκε ως το υπουργείο του Παπαφλέσσα ήταν μια μονοκατοικία στη Λάρισα χτισμένη το 1911 που υπάρχει ακόμη και σήμερα. Οι μαθήτριες και οι γυναίκες της Λάρισας σκαρφάλωναν για να δουν από κοντά τον Παπαμιχαήλ και να του ζητήσουν αυτόγραφο.

Οι Σουλιώτες, η δεύτερη ταινία του Πάρις, με το ίδιο ιστορικό πλαίσιο  είναι μία ιστορική – δραματική – πολεμική ταινία του 1972, σε παραγωγή Τζέιμς Πάρις και σε σκηνοθεσία Δημήτρη Παπακωνσταντή.  Το σενάριο γράφτηκε, ξανά,  από τον Πάνο Κοντέλη, το οποίο βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μιχάλη Περάνθη. Πρωταγωνιστούν οι Χρήστος Πολίτης και Κάτια Δανδουλάκη.

Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας γυρίστηκε στη Λέσβου, με πλάνα από τοποθεσίες όπως Δάφια, Άγιοι Ανάργυροι, Σκαλοχώρι, Άργενος, Βαφειό, Μόλυβος, Πέτρα, Πετρί και Βατούσα, από όπου καταγόταν ο Τζέιμς Πάρις.  Ωστόσο, μια σκηνή στην οποία η Δανδουλάκη ιππεύει ένα άλογο γυρίστηκε στη Λάρισα. Η φωνή του αφηγητή ανήκει στον Ανδρέα Φιλιππίδη.  Οι Σουλιώτες κυκλοφόρησαν στις κινηματογραφικές αίθουσες τη σεζόν 1971-1972 και, κόβοντας 117.124 εισιτήρια, κατατάχθηκαν στην 40η θέση ανάμεσα σε 90 ταινίες της ίδιας σεζόν.

Σε μια φιλότιμη προσπάθεια ακολούθησε, την ίδια χρονική περίοδο,  τις δυο προαναφερόμενες ταινίες η ταινία Μαντώ Μαυρογένους σε σενάριο του Νίκου Καμπάνη και σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη. Η Τζένη Καρέζη και ο Πέτρος Φυσούν ζωντανεύουν στην ταινία,  τη δραματική ιστορία της Μαντώ Μαυρογένους και του Δημήτρη Υψηλάντη, οι οποίοι πολεμήθηκαν από πολιτικούς αρχηγούς του αγώνα, παρά τις θυσίες που έκαναν για την επανάσταση των Ελλήνων.

Η προσπάθεια της Τζένης Καρέζη δεν φαίνεται να στάθηκε αρκετή να ‘’ανεβάσει τις μετοχές’’ της ταινίας.

Άλλη μια ταινία που με πολύ μικρότερο μπάτζετ από εκείνες  του Τζέημς Πάρις, άγγιξε την αρτιότητα  ήταν ‘’Η Δίκη των Δικαστών’’, με τις ερμηνείες του Νίκου Κούρκουλου ως Πολυζωίδη και του Μάνου Κατράκη στο ρόλο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη να δίνουν εν τέλει θετικό πρόσημο στην ταινία του Πάνου Γλυκοφρίδη.

Η πλοκή της κινείται λίγα χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, όταν  το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, υπό τη βασιλεία του βαυαρού Όθωνος, προσήγαγε σε δίκη τους μεγάλους οπλαρχηγούς του αγώνα, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Γεώργιο Πλαπούτα, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Η περιβόητη αυτή δίκη του 1833, που έγινε στο Ναύπλιο, συγκλόνισε το έθνος, επειδή οι πάντες γνώριζαν ότι οι δύο ήρωες ήταν απολύτως αθώοι. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Αθανάσιος Πολυζωίδης και ο δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης αρνούνται να προσυπογράψουν την καθ’ υπαγόρευση από το παλάτι –μέσω των τριών αντιβασιλέων Άρμανσμπεργκ, Μάουερ και Έιντεκ– καταδίκη σε θάνατο των κατηγορουμένων. Οι Βαυαροί διατάζουν τον Υπουργό Δικαιοσύνης να επέμβει, κι αυτός απαγγέλλει κατηγορία εναντίον τους, με αποτέλεσμα να συρθούν στα μπουντρούμια των φυλακών και να δικαστούν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Ωστόσο, τελικά θα αθωωθούν πανηγυρικά.

Προηγήθηκαν αυτών των ταινιών κάποιες ασπρόμαυρες της δεκαετία του 50 με αναφορές στη Μπουμπουλίνα και το Σούλι, οι οποίες όμως παρά την παρουσία μεγάλων ηθοποιών όπως η Ειρήνη Παπά και ο Ανδρέας Μπάρκουλης, δεν μπόρεσαν να νικήσουν την ομίχλη του χρόνου.

Advertisement

Δείτε επίσης

Advertisement

ADVERTISEMENT​

Advertisement

Advertisement