Πως η Ρωσική επιχείρηση στην Ουκρανία αποτελεί “αντίδραση στην τρομοκρατία”

beslan

Advertisement

 Γράφει η Μαρία Ελένη Σταχτής

Η τρομοκρατία είναι ένα  επίμονο φαινόμενο  για την  Ρωσία, και είναι βαθιά συνυφασμένη με την ιστορία του έθνους, τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της χωρας και το στυλ τοσο της εσωτερικής οσο και της εξωτερικης πολιτικης της χωρας. Πηγαζει  κυρίως  από τα αυτονομιστικά κινήματα και τον ισλαμικό εξτρεμισμό της Τσετσενίας και του ευρύτερου Βόρειου Καυκάσου αλλα και την εμπλοκη της χωρας σε συγκρουσεις σε Συρια και Ουκρανια.

Η εξέλιξη της τρομοκρατίας στη Ρωσία, από επιθέσεις μικρής κλίμακας έως επιθέσεις μεγάλης κλίμακας καταδεικνύει την πολύπλοκη φύση του φαινομενου. Ακολουθουν τα πιο αιματηρα τρομοκρατικα χτυπηματα πριν το προσφατο επεισόδιο στη Ρωσία που συνέβη στην αίθουσα συναυλιών Crocus City στα περιχωρα της Μοσχας, και σηματοδότησε τη χειρότερη επίθεση που έχει αντιμετωπίσει η χώρα στα τελευταια 20 χρόνια.

Ομηρία στο Νοσοκομείο του Μπουντιόνοβσκ εκτυλίχθηκε από τις 14 έως τις 19 Ιουνίου 1995, στη νότια ρωσική πόλη Μπουντιόνοβσκ οταν υπό την ηγεσία του Τσετσένου αυτονομιστή Σαμίλ Μπασάγιεφ, μια ομάδα 195 μαχητών διείσδυσαν στο Κράι της Σταυρούπολης, κρυμμένοι μέσα σε μια φάλαγγα στρατιωτικών φορτηγών. Στις 14 Ιουνίου, εισέβαλαν στο κεντρικό αστυνομικό τμήμα και στο δημαρχείο, υψώνοντας σημαίες της Τσετσενίας στα κυβερνητικά κτίρια.

Μετά την άφιξη των ρωσικών ενισχύσεων, οι Τσετσένοι υποχώρησαν στην οικιστική συνοικία και ανασυγκροτήθηκαν στο νοσοκομείο της πόλης.

Εκεί, πήραν μεταξύ 1.500 και 1.800 ομήρους, συμπεριλαμβανομένων αμάχων. Αιτημα των τρομοκρατων η κατάπαυση του πυρός στον συνεχιζόμενο Πρώτο Πόλεμο της Τσετσενίας και η έναρξη απευθείας ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ρωσίας και Τσετσενίας. Η κρίση αντιμετωπίστηκε με αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες από τις ρωσικές δυνάμεις για την ανάκτηση του νοσοκομείου, καταλήγοντας σε σημαντική απώλεια ζωών, συμπεριλαμβανομένων ομήρων. Η κατάσταση επιλυθηκε με διαπραγματεύσεις υπό την ηγεσία του Ρώσου Πρωθυπουργού Βίκτορ Τσερνομίρντιν που οδήγησαν σε μια συμφωνία για την απελευθέρωση των ομήρων έναντι ασφαλούς διέλευσης των μαχητών πίσω στην Τσετσενία, σηματοδοτώντας μια καμπή στον Πρώτο Τσετσενικό Πόλεμο.

Επίθεση στη Μόσχα με εκατοντάδες νεκρούς

Βομβαρδισμοί διαμερισμάτων στη Μόσχα τον Σεπτέμβριο του 1999 ήταν μια σειρά επιθέσεων μεταξυ 4–16 Σεπτεμβρίου  που σκότωσαν περισσότερους από 300 ανθρώπους και τραυμάτισαν περισσότερους από 1.000, οταν βομβες που ηταν κρυμμενες σε αυτοκινητα και φορτηγα εξεραγησαν σε κτιριακα συγκροτηματα κατοικιων σε περιοχες γυρω απο την Μοσχα προκαλώντας εκτεταμένο φόβο. Αποδόθηκαν σε Τσετσένους μαχητές, αν και αυτοι αρνήθηκαν την ευθύνη. Ο χειρισμός της κρίσης από τον Βλαντιμίρ Πούτιν, τότε πρωθυπουργό, ενίσχυσε σημαντικά τη δημοτικότητά του και διευκόλυνε την άνοδό του στην προεδρία μέσα σε μήνες. Οι βομβαρδισμοί σημειώθηκαν παράλληλα με την εισβολή στο Νταγκεστάν και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πυροδότηση του Δεύτερου Πολέμου της Τσετσενίας.

Ομηρία στο θέατρο της Μόσχας το 2002, επίσης γνωστή ως η πολιορκία του Nord-Ost, ήταν η κατάληψη του πολυσυχναστου θεατρου Dubrovka στη Μόσχα από Τσετσένους τρομοκράτες στις 23 Οκτωβρίου 2002, όπου πάνω από 900 άτομα κρατήθηκαν όμηροι. Δράστες ήταν μια ομαδα Τσετσένων μαχητών με επικεφαλής τον Μοβσαρ Μπαραγιεφ  ζητούσαν την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων από την Τσετσενία.Οι ρομοκραεσ εισέβαλαν στο θέατρο Dubrovka κατά τη διάρκεια μιας παράστασης του μιούζικαλ “Nord-Ost”,  ήταν βαριά οπλισμένοι και φορούσαν ζώνες αυτοκτονίας. Οι ρωσικές αρχές ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις που διήρκεσαν τρεις ημέρες, κατά τις οποίες οι Τσετσενοι  εκτέλεσαν δύο ομήρους.Την τρίτη μέρα, οι ρωσικές ειδικές δυνάμεις (Spetsnaz) απελευθερωσαν μέσα στο κτίριο ένα ισχυρό ναρκωτικό αέριο και εισέβαλαν στο κτίριο, σκοτώνοντας τους μαχητές. Ωστόσο, το αέριο επηρέασε και τους ομήρους, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 130 άνθρωποι.

Η χρήση του αερίου ήταν ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα σημεία της κρίσης. Πιστεύεται ότι ήταν ένα παράγωγο του φαιντανύλης, ένα φάρμακο 100 φορές πιο ισχυρό από τη μορφίνη. Οι ρωσικές ασφαλείς υπηρεσίες αρνήθηκαν να αποκαλύψουν την ταυτότητα του αερίου αμέσως μετά την επίθεση στο θέατρο, αφήνοντας τους γιατρούς να μαντέψουν ποια πρώτη βοήθεια έπρεπε να δώσουν για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις του. Ως αποτέλεσμα, πολλοί από τους τραυματίες υπέστησαν μόνιμη βλάβη λόγω ακατάλληλης θεραπείας.

Το Μπεσλάν

Η πολιορκία του σχολείου του Μπεσλάν το 2004 ήταν ένα από τα πιο τραγικά γεγονότα στη σύγχρονη ιστορία της Ρωσίας, συγκλονίζοντας τον κόσμο με τη βίαιη έκβαση και τον υψηλό αριθμό θυμάτων. Την 1η Σεπτεμβρίου 2004, μια ομάδα ένοπλων τρομοκρατών κατέλαβε το σχολείο Νο 1 στην πόλη Μπεσλάν της Βόρειας Οσετίας, κρατώντας ομήρους περισσότερους από 1.100 ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων 777 παιδιών.

beslan2
Η επιχείρηση των ρωσικών δυνάμεων ασφαλείας στο σχολείο του Μπεσλάν και το λουτρό αίματος στοιχειώνουν ακόμα τη ρωσική κοινωνία

Οι δράστες, που απέστειλε ο Τσετσένος πολεμάρχης Σαμίλ Μπασάγιεφ, απαίτησαν την απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από την Τσετσενία και την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της. Η κρίση κορυφώθηκε την τρίτη ημέρα, όταν οι ρωσικές δυνάμεις ασφαλείας επιτέθηκαν στο κτίριο, οδηγώντας στο θάνατο 334 ανθρώπων, από τους οποίους τα 186 ήταν παιδιά, καθώς και τους 31 από τους δράστες.

Η πολιορκία είχε σημαντικές πολιτικές και συνέπειες στη Ρωσία, οδηγώντας σε μια σειρά από κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις που ενίσχυσαν τον κεντρικό έλεγχο της εξουσίας στο Κρεμλίνο και τις εξουσίες του Προέδρου της Ρωσίας.

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ως πρόεδρος της Ρωσίας, έχει αντιμετωπίσει πολλαπλές προκλήσεις από τρομοκρατικές απειλές κατά τη διάρκεια της θητείας του, ειδικά σε σχέση με τις συγκρούσεις στην Τσετσενία και στη Βόρεια Οσετία. Περιστατικά όπως η κρίση ομήρων στο θέατρο της Μόσχας το 2002 και η πολιορκία του σχολείου του Μπεσλάν το 2004 έδειξαν τον σημαντικό αντίκτυπο της τρομοκρατίας στη χωρα.

Ο Πούτιν έχει υιοθετήσει σκληρή στάση ενάντια στην τρομοκρατία, δειχνοντας  την αποφασιστικότητα της ρωσικής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τέτοιες απειλές ακομα και με χρηση των Δυναμεων Ασφαλειας. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση έχει οδηγήσει επίσης σε επικρίσεις σχετικά με τη χρήση υπερβολικής βίας και τις επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και την ελευθερία του τύπου.

Advertisement

Δείτε επίσης

Advertisement

ADVERTISEMENT​

Advertisement

Advertisement