Μετά την μάχη, όταν τον ρώτησαν ποια λάφυρα θέλει, ο Νικηταράς απάντησε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη»!
Παρά την άρνηση του να πάρει κι αυτός κάποια λάφυρα, στο τέλος και μετά από την επιμονή των συντρόφων του, πήρε μια σέλα, μια ταμπακέρα ξυλόγλυπτη κι ένα σπαθί.
Την σέλα χάρισε αμέσως σε συμπολεμιστή και φίλο του. Την ταμπακέρα, την έστειλε στην γυναίκα του Αγγελίνα με το σημείωμα: «Την στέλνω σε σένα που αγαπώ ύστερα από την Πατρίδα. Λάβε την για να με θυμάσαι».
Το ξίφος το έστειλε στην Ύδρα για τις ανάγκες του στόλου. Οι πρόκριτοι όμως του νησιού, το επέστρεψαν λέγοντας ότι «το σπαθί αυτό, μόνον όταν το κρατεί το χέρι του Νικηταρά έχει αξία».
Ο ζητιάνος ήρωας
Μετά την απελευθέρωση συνελήφθη δύο φορές και το 1839 φυλακίστηκε με διαταγή του βασιλιά Όθωνα. Τα βασανιστήρια που πέρασε στη φυλακή ήταν φρικτά.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1841 ο Νικηταράς επέστρεψε στο σπίτι του στον Πειραιά. Η κακή του ψυχολογική κατάσταση και η φτώχεια του επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την υγεία του. Σιγά-σιγά άρχισε να χάνει την όρασή του.
Η φτώχεια και η τύφλωσή του τον οδήγησαν τελικά στην επαιτεία. Με εντολή της αρχής που όριζε τα πόστα επαιτείας στον Πειραιά, του όρισαν μια θέση κοντά στην σημερινή εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπαν να στέκεται εκεί κάθε Παρασκευή….
Όταν αυτό έφτασε στα αυτιά του πρέσβη της Μεγάλης Δύναμης, αυτός απεστάλθη από την κυβέρνηση του στο πόστο όπου επαιτούσε ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.
„Τι κάνετε στρατηγέ μου;“ ρώτησε ο ξένος
„Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα“ απάντησε υπερήφανα ο ήρωας.
„Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στον δρόμο;“ επέμενε ο ξένος.
„Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος“ απήντησε περήφανα ο Νικηταράς.
Ο ξένος κατάλαβε, και διακριτικά, φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο:“ Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!!!“
Σημειωτέον ότι ο Νικηταράς είχε δανείσει στο Ελληνικό έθνος 12.225 φοινίκια και 105.000 γρόσια, τα οποία διεκδικούσε και διεκδίκησε και η οικογένειά του μετά το θάνατό του, αλλά ποτέ δεν έλαβαν.
Βλέπετε το ελληνικό κράτος ήταν πολύ οργανωμένο ως προς την επαιτεία, ενώ δεν μπορούσε να δώσει τα δανεικά ή τουλάχιστον μια μικρή σύνταξη για να ζήσει έστω υποτυπωδώς ένας γενναιόδωρος και άξιος στρατηγός.
Το τέλος και ο τάφος που αγνοείται
Το απόβραδο της 24ης Σεπτεμβρίου του 1849, ζητά από την γυναίκα του Αγγελίνα να τον βγάλει στο λιακωτό ν’ αντικρίσει για τελευταία φορά το ηλιοβασίλεμα και η Αγγελίνα που ήξερε από χρόνια ότι ήταν τυφλός του απαντά: «Μα τι να δεις Νικήτα μου, αφού δεν βλέπεις;» Και εκείνος της απαντά: «Να νιώσω το τελευταίο ηλιοβασίλεμα στην θάλασσα».
Έτσι κι έγινε. Το πρωί στις 6 ώρα της 25ης Σεπτεμβρίου του 1849 ο Στρατηγός Νικήτας Σταματελόπουλος έσβησε.
Τα άσχημα μαντάτα φτάνουν γρήγορα και πλήθος κόσμου φτάνει στο φτωχικό του στην Καστέλα για να τιμήσουν τον Άνθρωπο Νικήτα. Η επιθυμία του ήταν να ταφεί στο Μοριά.
Η οικογένειά του ήθελε στην Καστέλλα, αλλά επικράτησε η γνώμη των συναγωνιστών του στρατηγών και γερουσιαστών και τον έφεραν από την Καστέλλα του Πειραιά στην Αθήνα για να τον θάψουν στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δίπλα στον μπάρμπα του Θόδωρο Κολοκοτρώνη για να τα λένε, όπως κι έγινε. Η εξόδιος ακολουθία έγινε στην Αγία Ειρήνη στην οδό Αιόλου.
Τον επικήδειο εκφώνησε ο Νεόφυτος Βάμβας. Τον επιτάφιο εκφώνησε ο Παναγιώτης Σούτσος. Μια παράγραφος από τον λόγο του είναι η εξής:
«Ω σεις Αίαντες, Διομήδαι, Αγαμέμνονες, Οδυσσείς και Νέστορες του ελληνικού αγώνος, οι συνοδεύοντες εις το έσχατον αναπαυτήριον του νέου ΑΧΙΛΛΕΑ του Τουρκομάχου Ελλάδος Νικήταν τον Τουρκοφάγον».
Τον Δεκέμβριο του 1867 πέθανε και η γυναίκα του η Αγγελίνα. Το 1898 πέθανε ο γιος του Ιωάννης, άτεκνος, αργότερα πεθαίνει και η κόρη του Ρεγγίνα και αυτή άτεκνη. Έτσι έσβησε η οικογένεια του Νικήτα Σταματελόπουλου.
Ωστόσο, φαίνεται πως ο θάνατος της γυναίκας και των παιδιών του και η έλλειψη στενών συγγενών και άμεσων απογόνων στάθηκε αφορμή να μην ενδιαφερθεί κανένας και έκτοτε αγνοείται ο τάφος.
Τη στιγμή που χώρες με σαφώς μικρότερη στρατιωτική ιστορία απ’ αυτή της Ελλάδας «χτενίζουν» τα πέρατα της οικουμένης για να ανακαλύψουν οστά στρατιωτών τους, να τα επαναφέρουν στην πατρίδα και να τα ενταφιάσουν με τις πρέπουσες τιμές, η χώρα μας αγνοεί την τύχη των οστών των πολεμιστών εκείνων που χάρη στην προσωπική του θυσία της επέτρεψαν να συνεχίσει την ιστορική της πορεία….
Ο ηρωικός «τουρκοφάγος» σήμερα δεν έχει μνήμα, ούτε αναζήτησε κανείς τα οστά του.