Ο οπλαρχηγός του 21 που έγινε ζητιάνος για να ζήσει στην ελεύθερη Ελλάδα

νικηταράς

Advertisement

Του Κώστα Παππά

Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849 έκλεινε  τα μάτια του ένας Έλληνας που μας κάνει υπερήφανους ακόμα και σήμερα να λεγόμαστε Έλληνες. Ανήκει κι αυτός στη χορεία εκείνων των μεγάλων που με ανιδιοτέλεια υπηρέτησαν αυτό τον τόπο, χωρίς να περιμένουν κάποια ανταμοιβή. Η ιστορία του Νικήτα Σταματελόπουλου ή όπως αλλιώς έμεινε μέσα στην λαϊκή συνείδηση του “Νικηταρά” δεν μπορεί παρά να συγκινεί μέχρι τις μέρες μας. 

Δεν μας συγκινεί όμως καθόλου, αντίθετα μας εξοργίζει η αντιμετώπιση  και η “τιμή” που η ίδια η πατρίδα επεφύλασσε σε έναν από τους σημαντικότερους αγωνιστές και οπλαρχηγούς της Επανάστασης του 1821. Σήμερα δε σώζεται ούτε ο τάφος του κι αν δεν υπάρχει τίποτα υλικό να μας θυμίζει τον Νικηταρά , υπάρχει κάτι άυλο που αυτές τις μέρες μας τον φέρνει στη θύμηση, κάοιες μικρές ιστορίες γι αυτόν και σίγουρα η μνήμη της προσφοράς του, η οποία δεν ξεθωριάζει, όπως ξεθώριασε η μνήμη εκείνων που με ιδιοτέλεια υπηρέτησαν και ίσως υπηρετούν και στα νεότερα χρόνια την πατρίδα.

 

Ο Νικήτας Σταματελόπουλος  γεννήθηκε στη Μεσσηνία το 1781. Η μητέρα του ήταν αδερφή του Κολοκοτρώνη. “Ήταν ψηλός, μελαχρινός, πρώτος στο πήδημα και γρήγορος στο τρέξιμο”. Όπως μας περιγράφουν γι αυτόν οι πηγές της εποχής. Πολεμούσε από 11 χρονών μαζί με τον πατέρα του.

Η επανάσταση του 1821
Με την έκρηξη της επανάστασης, μαζί με τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς μπήκε στην Καλαμάτα, στις 23 του Μάρτη του 1821.
Στις 12-13 του Μάη επικεφαλής 800 ανδρών συμμετείχε στην νικηφόρα μάχη στο Βαλτέτσι.
Στις 18 Μαΐου του 1821 και ενώ κατευθυνόταν προς το Ναύπλιο με μόλις 200 άντρες, αντιμετώπισε στα Δολιανά ισχυρή Τουρκική δύναμη 6.000 ανδρών υπό τον Κεχαγιάμπεη, υποστηριζόμενη και από πυροβόλα.
Κατάφερε να τους προξενήσει τεράστια καταστροφή και σχεδόν να τους αποδεκατίσει. Έντρομοι οι Τούρκοι σκορπίστηκαν στις γύρω ρεματιές για να γλυτώσουν, εγκαταλείποντας τα ζώα και τα πυροβόλα τους στα χέρια των Ελλήνων.
Ο «Τουρκοφάγος»
Στη μάχη στα Δερβενάκια η ορμητικότητα και η «λύσσα» του ήταν τόσο μεγάλη που έσπασε τέσσερα σπαθιά με τα χέρια του (το τέταρτο κόλλησε στο χέρι του και έπαθε αγκύλωση)! Σ’ αυτήν τη μάχη του κόλλησαν το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος», διότι όπως τον είδαν οι συμπολεμιστές του μέσα στα αίματα, έμοιαζε με σαρκοφάγο ζώο.
Ένας έντιμος και πιστός επαναστάτης
Μετά την μάχη, όταν τον ρώτησαν ποια λάφυρα θέλει, ο Νικηταράς απάντησε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη»!
Παρά την άρνηση του να πάρει κι αυτός κάποια λάφυρα, στο τέλος και μετά από την επιμονή των συντρόφων του, πήρε μια σέλα, μια ταμπακέρα ξυλόγλυπτη κι ένα σπαθί.
Την σέλα χάρισε αμέσως σε συμπολεμιστή και φίλο του. Την ταμπακέρα, την έστειλε στην γυναίκα του Αγγελίνα με το σημείωμα: «Την στέλνω σε σένα που αγαπώ ύστερα από την Πατρίδα. Λάβε την για να με θυμάσαι».
Το ξίφος το έστειλε στην Ύδρα για τις ανάγκες του στόλου. Οι πρόκριτοι όμως του νησιού, το επέστρεψαν λέγοντας ότι «το σπαθί αυτό, μόνον όταν το κρατεί το χέρι του Νικηταρά έχει αξία».
Ο ζητιάνος ήρωας
Μετά την απελευθέρωση συνελήφθη δύο φορές και το 1839 φυλακίστηκε με διαταγή του βασιλιά Όθωνα. Τα βασανιστήρια που πέρασε στη φυλακή ήταν φρικτά.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1841 ο Νικηταράς επέστρεψε στο σπίτι του στον Πειραιά. Η κακή του ψυχολογική κατάσταση και η φτώχεια του επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την υγεία του. Σιγά-σιγά άρχισε να χάνει την όρασή του.
Η φτώχεια και η τύφλωσή του τον οδήγησαν τελικά στην επαιτεία. Με εντολή της αρχής που όριζε τα πόστα επαιτείας στον Πειραιά, του όρισαν μια θέση κοντά στην σημερινή εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπαν να στέκεται εκεί κάθε Παρασκευή….
Όταν αυτό έφτασε στα αυτιά του πρέσβη της Μεγάλης Δύναμης, αυτός απεστάλθη από την κυβέρνηση του στο πόστο όπου επαιτούσε ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.
„Τι κάνετε στρατηγέ μου;“ ρώτησε ο ξένος
„Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα“ απάντησε υπερήφανα ο ήρωας.
„Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στον δρόμο;“ επέμενε ο ξένος.
„Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος“ απήντησε περήφανα ο Νικηταράς.
Ο ξένος κατάλαβε, και διακριτικά, φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο:“ Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!!!“
Σημειωτέον ότι ο Νικηταράς είχε δανείσει στο Ελληνικό έθνος 12.225 φοινίκια και 105.000 γρόσια, τα οποία διεκδικούσε και διεκδίκησε και η οικογένειά του μετά το θάνατό του, αλλά ποτέ δεν έλαβαν.
Βλέπετε το ελληνικό κράτος ήταν πολύ οργανωμένο ως προς την επαιτεία, ενώ δεν μπορούσε να δώσει τα δανεικά ή τουλάχιστον μια μικρή σύνταξη για να ζήσει έστω υποτυπωδώς ένας γενναιόδωρος και άξιος στρατηγός.
Το τέλος και ο τάφος που αγνοείται 
Το απόβραδο της 24ης Σεπτεμβρίου του 1849, ζητά από την γυναίκα του Αγγελίνα να τον βγάλει στο λιακωτό ν’ αντικρίσει για τελευταία φορά το ηλιοβασίλεμα και η Αγγελίνα που ήξερε από χρόνια ότι ήταν τυφλός του απαντά: «Μα τι να δεις Νικήτα μου, αφού δεν βλέπεις;» Και εκείνος της απαντά: «Να νιώσω το τελευταίο ηλιοβασίλεμα στην θάλασσα».
Έτσι κι έγινε. Το πρωί στις 6 ώρα της 25ης Σεπτεμβρίου του 1849 ο Στρατηγός Νικήτας Σταματελόπουλος έσβησε.
Τα άσχημα μαντάτα φτάνουν γρήγορα και πλήθος κόσμου φτάνει στο φτωχικό του στην Καστέλα για να τιμήσουν τον Άνθρωπο Νικήτα. Η επιθυμία του ήταν να ταφεί στο Μοριά.
Η οικογένειά του ήθελε στην Καστέλλα, αλλά επικράτησε η γνώμη των συναγωνιστών του στρατηγών και γερουσιαστών και τον έφεραν από την Καστέλλα του Πειραιά στην Αθήνα για να τον θάψουν στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δίπλα στον μπάρμπα του Θόδωρο Κολοκοτρώνη για να τα λένε, όπως κι έγινε. Η εξόδιος ακολουθία έγινε στην Αγία Ειρήνη στην οδό Αιόλου.
Τον επικήδειο εκφώνησε ο Νεόφυτος Βάμβας. Τον επιτάφιο εκφώνησε ο Παναγιώτης Σούτσος. Μια παράγραφος από τον λόγο του είναι η εξής:
«Ω σεις Αίαντες, Διομήδαι, Αγαμέμνονες, Οδυσσείς και Νέστορες του ελληνικού αγώνος, οι συνοδεύοντες εις το έσχατον αναπαυτήριον του νέου ΑΧΙΛΛΕΑ του Τουρκομάχου Ελλάδος Νικήταν τον Τουρκοφάγον».
Τον Δεκέμβριο του 1867 πέθανε και η γυναίκα του η Αγγελίνα. Το 1898 πέθανε ο γιος του Ιωάννης, άτεκνος, αργότερα πεθαίνει και η κόρη του Ρεγγίνα και αυτή άτεκνη. Έτσι έσβησε η οικογένεια του Νικήτα Σταματελόπουλου.
Ωστόσο, φαίνεται πως ο θάνατος της γυναίκας και των παιδιών του και η έλλειψη στενών συγγενών και άμεσων απογόνων στάθηκε αφορμή να μην ενδιαφερθεί κανένας και έκτοτε αγνοείται ο τάφος.
Τη στιγμή που χώρες με σαφώς μικρότερη στρατιωτική ιστορία απ’ αυτή της Ελλάδας «χτενίζουν» τα πέρατα της οικουμένης για να ανακαλύψουν οστά στρατιωτών τους, να τα επαναφέρουν στην πατρίδα και να τα ενταφιάσουν με τις πρέπουσες τιμές, η χώρα μας αγνοεί την τύχη των οστών των πολεμιστών εκείνων που χάρη στην προσωπική του θυσία της επέτρεψαν να συνεχίσει την ιστορική της πορεία….
Ο ηρωικός «τουρκοφάγος» σήμερα δεν έχει μνήμα, ούτε αναζήτησε κανείς τα οστά του.

Advertisement

Δείτε επίσης

Advertisement

ADVERTISEMENT​

Advertisement

Advertisement